Lookup cumulative lexical entry: جمع
- ἄγω
- ἄγω (verb) Arist. Gener. anim. εἰς ἓν ἄγει
- ἀθροίζω
- ἀθροίζω (gerund) Alex. An. mant. [Vis.] ἀθροίζειν
- ἀθροίζω (gerund) Alex. An. mant. [Vis.] ἀθροίζειν
- ἅπαξ
- ἅπαξ (adv.) Nicom. Arithm. ἐξ ἅπαξ δύο = matā ǧumiʿa ʿadadāni
- εἰς
- εἰς (prep.) Arist. Gener. anim. εἰς ἓν ἄγει
- εἶς (noun) Arist. Gener. anim. εἰς ἓν ἄγει
- ἕκαστος
- ἕκαστος (adj.) Aelian. Tact. kullu ǧamʿin minhum
- ἐκκλησιαστής
- ἐκκλησιαστής (noun) Arist. Rhet. raʾīsu l-ǧamʿi
- ἐκκλησιαστής (noun) Arist. Rhet. raʾīsu l-ǧamʿi
- ἐμπυητικός
- ἐμπυητικός (adj.) Hippocr. Diaet. acut. yaǧmaʿu l-middata
- εναπολαμβανω
- ἐπιζεύγνυμι
- ἐπιζεύγνυμι (verb) Arist. Cael. ǧamaʿa (bayna)
- ἐπιζεύγνυμι (verb) Arist. Cael. ǧamaʿa (bayna)
- ἐπισυντίθημι
- ἐπισυντίθημι (verb) Nicom. Arithm. fa-zidnā ʿalā kunnā ǧamaʿnā wa-ǧamaʿnā ilayhi
- ἐπισυντίθημι (verb) Nicom. Arithm. fa-zidnā ʿalā kunnā ǧamaʿnā wa-ǧamaʿnā ilayhi
- ἐπισωρεύω
- ἐπισωρεύω (verb) Nicom. Arithm.
- ἐπισωρεύω (verb) Nicom. Arithm. naǧmaʿu...wa-nazīduhā
- λαμβάνω
- λαμβάνω (act. part.) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν λαβών = ǧamaʿnāhu
- λαμβάνω (pass. part.) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν ληφθέντος = allatī ǧumiʿat
- λαμβάνω (pass. part.) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν ληφθέντος = allatī taǧmaʿu
- λαμβάνω (pass. part.) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν λαβών = an naǧmaʿa
- λαμβάνω (pass. part.) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν ληφθέντος = al-aʿdādu llatī ǧumiʿat
- μίγνυμι
- μίγνυμι (act. part.) Hippocr. Superf. μίξασα
- οὕτως
- οὕτως (adv.) Galen An. virt. καὶ ... οὕτως = wa-yaǧmaʿu min ḏālika
- πάντῃ
- πᾶς
- περιλαμβάνω
- περιλαμβάνω (verb) Arist. Cat.
- προεκτίθημι
- προεκτίθημι (verb) Arist. Gener. anim. yaknizu wa yaǧmaʿu
- προσεπισωρεύω
- προσεπισωρεύω (pass. part.) Nicom. Arithm. προσεπισωρευθέντος = iḏā naḥnu zadnā...ʿalā ǧumlatin mā kāna ǧamaʿnāhu
- προσζεύγνυμαι
- προσζεύγνυμαι (verb) Ps.-Plut. Placita ǧamaʿa ilā
- προσλαμβάνω
- προσλαμβάνω (pass. part.) Nicom. Arithm. προσληφθέντος = allatī ǧumiʿat
- προσλαμβάνω (pass. part.) Nicom. Arithm. προσληφθέντος = allatī ǧamaʿat
- προστίθημι
- προστίθημι (verb) Ps.-Plut. Placita
- προσφέρω
- προσφέρω (gerund) Artem. Onirocr. προσφέρειν
- σύγκρισις
- σύγκρισις (noun) Arist. Phys.
σύγκρισις καὶ διάκρισις Arist. Phys. VII 2, 243b29 (textus alter) = ǧamʿun wa-tafrīqun - σύγκρισις (noun) Arist. Phys.
τὸ μὲν γὰρ αὐτῶν σύγκρισις τὸ δὲ διάκρισις Arist. Phys. VII 2, 243b28 (textus alter) = wa-ḏālika anna ḏālika ǧamʿun wa-hāḏā tafrīqun - σύγκρισις (noun) Arist. Phys.
διάκρισις ... καὶ σύγκρισις Arist. Phys. VIII 9, 265a20 = al-tafrīqu wa-l-ǧamʿu - συλλέγω
- συλλέγω (verb) Hippocr. Superf. ξυλλέξαι
- συλλογή
- συλλογή (noun) Artem. Onirocr.
- συλλογίζομαι
- συλλογίζομαι (verb) Arist. Metaph. συλλογισθέν = qiyāsuhum wa-mā ǧamaʿū
- συμφρόνησις
- συμφρόνησις (noun) Nicom. Arithm. al-ǧamʿu bayna ašyāʾi...fī l-wahmi
- σύν
- σύν (prep.) Artem. Onirocr. wa-ǧumiʿat maʿa
- συνάγω
- συνάγω (act. part.) Arist. Gener. anim.
- συνάγω (verb) Arist. Gener. anim. yaǧmaʿu...wa yaḍummu
- συνάγω (gerund) Arist. Phys.
- συνάγω (verb) Arist. Rhet.
- συνάγω (verb) Arist. Rhet. ἔστι συνάγειν = huwa an yuǧma‘a
- συνάγω (verb) Arist. Rhet. τὸ συνάγειν = yuǧma‘u
- συνάγω (pass. part.) Arist. Rhet. συνηγμένος = tuǧma‘u
- συνάγω (verb) Arist. Rhet. ἐνδέχεται... συνάγειν = qad yumkinu an yakūna fiʿla... al-ǧamiʿi
- συνάγω (verb) Arist. Rhet. δεῖ λαμβάνοντας συνάγειν = yanbaġī an naʾḫuḏa fi l-ǧamʿi ayy fī taḥṣīli l-natīǧati
- συνάγω (verb) Arist. Rhet. ἐξ οὐδενὸς ἂν ἔχοις συνάγειν = lam yaqdir ʿalā l-ǧamʿi ayya ʿalā iḫrāǧi l-natīǧati
- συνάγω (verb) Artem. Onirocr. yaqṣidu li-ǧamʿin
- συνάγω (verb) Artem. Onirocr.
- συνάγω (verb) Artem. Onirocr.
- συνάγω (gerund) Galen In De off. med. συνάγειν
- συνάγω (pass. part.) Nicom. Arithm. συναχθέντα καὶ συγκεφαλαιωθέντα = matā ǧamaʿat...wa-uǧmilat
- συνάγω (verb) Proclus El. theol.
- συνάγω (verb) Ps.-Plut. Placita
- συναγωγή
- συναγωγή (noun) Arist. Rhet. διὰ τὸ συναγωγήν ἐναντίων εἶναι = li-annahā taǧma‘a l-mutaḍāddata
- συναγωγή (verb) Arist. Rhet. συναγωγή τῶν ἀντικειμένων = li-annahā taǧma‘a l-mutaḍāddata
- συναγωγή (noun) Galen In De off. med.
- συναθροιζω
- συναιρέω
- συναιρέω (gerund) Porph. Isag.
- συνακτέον
- συνακτέον (verb) Diosc. Mat. med.
- συναμφότερος
- συναμφότερος (adj.) Hyps. Anaph. iḏā ǧumiʿā
- συνάπτω
- συνάπτω (verb) Ps.-Plut. Placita ǧamaʿa maʿa
- συνάπτω (verb) Ptol. Hypoth.
- συνεισφορά
- συνεισφορά (noun) Nicom. Arithm.
- σύνθεσις
- σύνθεσις (noun) Nicom. Arithm. κατὰ ἑκάστην σύνθεσιν = kullamā ǧamaʿnā
- σύνθεσις (noun) Nicom. Arithm. παραληφθέντα εἰς σύνθεσιν = al-aʿdādu llatī kunnā ǧamaʿnā
- σύνθεσις (noun) Nicom. Arithm. καθ' ἑκάστην σύνθεσιν καὶ προσσώρευσιν = kullamā ǧamaʿnā wa-rakkabnā
- σύνθεσις (noun) Nicom. Arithm. καθ' ἑκάστην σύνθεσιν = kullamā ǧamaʿnā
- συνίημι
- συνίημι (verb) Hippocr. Aer. ξυνῆκται
- συνίστημι
- συνίστημι (verb) Nicom. Arithm. συστησόμεθα = tawalludahā bi-an naǧmaʿa
- σύνοδος
- σύνοδος (noun) Galen In De off. med.
- συντίθημι
- συντίθημι (pass. part.) Nicom. Arithm. συντιθέμενα = yaǧmaʿu...maʿan
- συντίθημι (act. part.) Nicom. Arithm. ὑφ' ἓν συντιθέντα = matā ǧamaʿat
- συντίθημι (act. part.) Nicom. Arithm. ὑφ' ἓν συντιθέντα = fa-matā ǧamaʿat
- συσσωρεύω
- συσσωρεύω (verb) Nicom. Arithm.
- σωρεία
- σωρεία (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν ληφθέντος = allatī ǧumiʿat
- σωρεία (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν ληφθέντος = al-aʿdādu llatī ǧumiʿat
- σωρεία (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν ληφθέντος = allatī taǧmaʿu
- σωρεία (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν λαβών = ǧamaʿnāhu
- σωρεία (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὴν σωρείαν λαβών = an naǧmaʿa
- ὕδρωψ
- ὕδρωψ (noun) Hippocr. Aer. ǧamʿu l-māʾi l-aṣfari
- ὑπάρχω
- ὑπάρχω (verb) Aelian. Tact.
- ψηφίζω
- ψηφίζω (verb) Artem. Onirocr. ḥusibat...wa-ǧumiʿat