Lookup cumulative lexical entry: استدارة
- ἐκπερισπασμός
- ἐκπερισπασμός (noun) Aelian. Tact. al-istidāratu l-ʿuẓmā
- ἐκπερισπασμός (noun) Aelian. Tact. istidāratun kubrā
- ἐξελιγμός
- ἐξελιγμός (noun) Aelian. Tact. al-istidāratu l-muṭlaqatu
- ἐξελίσσω
- ἐξελίσσω (gerund) Aelian. Tact. istidāratun muṭlaqun
- ἐπιστροφή
- ἐπιστροφή (noun) Ps.-Plut. Placita
- εὔκυκλος
- εὔκυκλος (adj.) Hippocr. Off. med. al-muḥkamu l-istidārati
- κυκλικός
- κυκλικός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- κύκλος
- κύκλος (noun) Arist. Cael.
- κύκλος (noun) Arist. Cael.
- κύκλος (noun) Arist. Metaph.
- κύκλος (noun) Arist. Phys. ἐπεὶ δ’ ἔστι φορὰ καὶ ταύτης ἡ κύκλῳ = al-ḥarakatu ʿalā l-istidārati
- κύκλος (noun) Arist. Phys. εἰς τὸ κύκλῳ = ʿalā l-istidārati
- κυκλοτερής
- κυκλοτερής (adv.) Diosc. Mat. med. κυκλοτερῶς = باستدارةٍ
- κυκλοτερής (adj.) Ps.-Plut. Placita ʿalā stidāratin
- κυκλοφορία
- κυκλοφορία (noun) Arist. Phys. τῇ κυκλοφορίᾳ = ʿalā l-istidārati
- κυκλοφορία (noun) Arist. Phys. τῇ κυκλοφορίᾳ = ʿalā l-istidārati
- περίοδος
- περίοδος (noun) Galen An. virt.
- περισπασμός
- περισπασμός (noun) Aelian. Tact. istidāratun ṣuġrā
- περιφέρεια
- περιφέρεια (noun) Arist. Gener. anim.
- περιφέρω
- περιφέρω (verb) Ptol. Hypoth. taḥarraka bi-stidāratin
- περιφέρω (verb) Ptol. Hypoth. taḥarraka bi-stidāratin
- περιφορά
- περιφορά (noun) Galen An. virt.