Lookup cumulative lexical entry: حتّى

  1. ἀλλά
  2. ἄν
  3. ἄχρι
  4. διά
  5. ἕνεκεν
  6. ἕως
  7. ἵνα
  8. καί
  9. μέχρι
  10. ὅκως
  11. ὅπως
  12. παραχρῆμα
  13. παρέπομαι
  14. πρίν
  15. συγκαταγηράσκω
    • συγκαταγηράσκω (verb) Arist. Gener. anim. ἐνίαις καὶ συγκαταγηράσκει τοῦτο τὸ πάθος καὶ συναποθνήσκει = wa rubbamā azmana hāḏā al-dāʾu ḥattā takburu al-imraʾatu wa tašību rubbamā bakā ilā l-mawti
  16. συμψαύω
  17. τε
  18. χάριν
  19. ὡς
  20. ὥστε
The database query could not be executed.