Lookup cumulative lexical entry: خاصّ

  1. ἀμείλικτος
  2. αὐτός
  3. εἰδικός
  4. ἰδιάζω
  5. ἴδιος
  6. ἰδιότης
    • ἰδιότης (noun) Proclus El. theol.
      τῆς ἐκείνου μόνης ἰδιότητος ἐξαίρετον Proclus El. theol. 21: 24.12 = ḫāṣṣun li-ḏālika l-šayʾi waḥdahū 21.7
  7. ἰδίως
  8. μάλα
  9. μάλιστα
  10. μονοειδής
  11. οἰκεῖος
  12. οἰκειότης
  13. χωρίς
The database query could not be executed.