Lookup cumulative lexical entry: خاصّة

  1. ἀδιόριστος
  2. εἰμί
  3. ἐξαιρετός
  4. ἐξαιρέτως
  5. ἐπί
  6. ἴδιον
  7. ἴδιος
  8. ἰδιότης
  9. ἰδίωμα
  10. ἰδίως
  11. ἰδιωτικός
  12. μάλα
  13. μάλιστα
  14. μᾶλλον
  15. μηχανή
  16. οἰκεῖος
    • οἰκεῖος (adj.) Arist. Eth. Nic.
      τὰ οἰκεῖα ἕτερα τῷ εἴδει Arist. Eth. Nic. X 5, 1175b1 = ḫawāṣṣuhā aḫaru bi-l-ṣūrati 547.12
  17. οἰκειότης
  18. παρακολούθημα
  19. πέλας
  20. πολύς
  21. συμβαίνω
  22. τερπνός
  23. ὡς
The database query could not be executed.