Lookup cumulative lexical entry: زاد

  1. ἀναχαυνόω
  2. ἀνοιδέω
  3. ἀποφαίνω
  4. αὐξάνω
  5. αὐξητικός
  6. βλάπτω
  7. διαφέρω
  8. εἰμί
  9. ἐπαίρω
  10. ἐπαυξάνω
    • ἐπαυξάνω (verb) Erat. Cub. dupl.
      ἐπαύξειν διατηροῦντας τὴν ὁμοιότητα, ὥστε καὶ βωμοὺς καὶ ναούς Erat. Cub. dupl. 90.17 = wa-an tuzāda tilka l-muǧassamātu [llatī tabqā] l-aškālahā ʿalā ḥālihā wa-ka-ḏālika fī l-maḏābiḥi wa-l-hayākili 153.13
    • ἐπαυξάνω (verb) Erat. Cub. dupl.
      τοῖς βουλομένοις ἐπαύξειν καταπαλτικὰ καὶ λιθοβόλα ὄργανα Erat. Cub. dupl. 90.22 = min an ḏāka yazīda fī ʿiẓami l-ālāti llatī tustaʿmalu fī l-ḥurūbi li-tursila ʿalā l-ḥīṭāni l-ḥiǧārata fa-tukassirahā 153.19
    • ἐπαυξάνω (gerund) Erat. Cub. dupl. ἐπαυξηθῆναι
      εἰ μέλλει καὶ ἡ βολὴ ἀνάλογον ἐπαυξηθῆναι Erat. Cub. dupl. 90.26 = allatī tazīdu fī l-quwwati fī l-ramī ʿalā hāḏā l-miqdāri 153.23
  11. ἐπαύξησις
  12. ἐπιγλισχραίνω
  13. ἐπιδίδωμι
    • ἐπιδίδωμι (verb) Arist. Eth. Nic. ἐπιδιδόασιν εἰς τὸ ἔργον = yazīdūna fī aʿmālihim
      ὁμοίως δὲ καὶ οἱ φιλόμουσοι καὶ φιλοικοδόμοι καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστοι ἐπιδιδόασιν εἰς τὸ οἰκεῖον ἔργον Arist. Eth. Nic. X 5, 1175a35 = wa-ka-ḏālika muḥibbū l-mūsīqā wa-muḥibbū l-bināʾi wa-kullu wāḥidin min ġayrihim yazīdūna fī aʿmālihim al-ḫāṣṣiyyati 547.11
  14. ἐπιλέγω
  15. ἐπισωρεύω
  16. ἐπιτείνω
  17. ἔφοδος
  18. κοιλαίνω
  19. λέγω
  20. μᾶλλον
    • μᾶλλον (adv.) Hippocr. Aphor. μᾶλλον βλάψεις = zidtahū šarran
      ὁκόσον ἂν θρέψῃς μᾶλλον βλάψεις Hippocr. Aphor. II 10 = kullamā ġaḏawtahū zidtahū šarran 11.8
  21. μέγας
  22. ὀχετεύω
    • ὀχετεύω (verb) Galen An. virt.
      οὐ χρὴ πῦρ ἐπὶ πῦρ ὀχετεύειν Galen An. virt. 68.3 = lā yanbaġī an tuzāda nārun ʿalā nārin 35.16
  23. περιβάλλω
  24. περιειμαι
  25. προσαναγκάζω
  26. προσαποφαινω
  27. προσγίγνομαι
  28. προσγλισχραίνω
  29. πρόσειμι
  30. προσεξεργάζομαι
  31. προσεπιβάλλω
  32. προσεπισωρεύω
  33. πρόσθεσις
  34. πρόσκειμαι
  35. προσλαμβάνω
  36. προσπαροξύνω
  37. προσπεριβάλλω
  38. προστίθημι
  39. προστίθμι
  40. προωθέω
  41. σαρκόω
  42. σάρκωσις
  43. σύν
  44. συναυξάνω
    • συναυξάνω (verb) Galen Ars Medica εἰ δ’ ... ἄμφω συναυξηθείη = fa-in zādati l-kayfiyyatāni ǧamīʿan
      εἰ δ’ ἱκανῶς ἄμφω συναυξηθείη τό θ’ ὑγρὸν καὶ θερμόν, οὐδ’ ἀβλαβῶς ἀπέχονται (sc. οἱ τοιοῦτοι) τῶν ἀφροδισίων Galen Ars Medica 13 : 340.11 = fa-in zādati l-kayfiyyatāni ǧamīʿan ziyādatan kaṯīratan aʿnī l-ruṭūbata wa-l-ḥarārata lam yaqdir ṣāḥibu hāḏā l-mizāǧi an yamtaniʿa mina l-ǧimāʿi min ġayri an tanālahū maḍarratun WGAÜ 65.3
  45. ὑπερβαίνω
  46. ὑπερβολή
  47. ὑπερέχω
  48. ὑπερσαρκέω
  49. ὑπερφέρω
The database query could not be executed.