Lookup cumulative lexical entry: شكل

  1. ἄμορφος
  2. ἄπορος
    • ἄπορος (adj.) Ps.-Plut. Placita ἀπορώτατον = mina l-ašyāʾi l-mumtaniʿati aw llatī fīhā iškālun
      ἐδόκει γὰρ αὐτῷ ἀπορώτατον εἶναι = yarā anna … mina l-ašyāʾi l-mumtaniʿati aw llatī fīhā iškālun
  3. ἀποτελέω
  4. ἀριθμός
  5. ἀσχημάτιστος
  6. γελοίως
  7. γραμματικός
  8. γραμμή
  9. δειλία
  10. διάγραμμα
  11. διαμένω
  12. ἐπίπεδον
  13. εὐθύγραμμος
  14. εὐσχήμων
  15. θεώρημα
  16. θρύπτω
  17. ἱστορία
  18. κάναβος
  19. κατασκευή
  20. κοσμίως
  21. κύκλος
  22. κωνοειδής
  23. μετασχηματίζω
  24. μετασχημάτισις
  25. μετασχηματισμός
  26. μορφή
  27. ὁμοιοσχήμων
  28. πάθος
  29. πενταγωνικός
  30. πυραμίς
  31. ῥόμβος
  32. σκαληνός
  33. σκαφοειδής
  34. στερεός
  35. συμπλοκή
  36. σφαιροειδής
  37. σχέσις
  38. σχῆμα
  39. σχηματίζω
  40. σχηματισμός
  41. σχηματογραφέω
  42. σχηματογραφία
  43. σχιδακηδόν
  44. σωματοειδής
  45. τάγμα
  46. τετράγωνος
  47. τριπυλοειδής
  48. τρόπος
  49. ᾠοειδής
The database query could not be executed.