Lookup cumulative lexical entry: ضر
- ἀβλαβής
- ἀβλαβής (adj.) Diosc. Mat. med. ἀβλαβεῖς... γίνεσθαι = lam yuḍirr
- βιάζομαι
- βιάζομαι (pass. part.) Hippocr. Aer. βεβιασμένῃ
- βλαβερός
- βλαβερός (adj.) Arist. Rhet. βλαβερός εἶναι
- βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
- βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
- βλαβερός (adj.) Arist. Rhet.
- βλαβερός (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
- βλάβη
- βλάβη (noun) Hippocr. Off. med.
- βλάπτω
- βλάπτω (verb) Arist. Rhet. ḍarra wa-ġašša
- βλάπτω (verb) Arist. Rhet.
- βλάπτω (verb) Arist. Rhet.
- βλάπτω (verb) Diosc. Mat. med.
- βλάπτω (pass. part.) Galen An. virt. βλαπτομένους = mā ... yaḍurru
- βλάπτω (gerund) Galen An. virt.
- βλάπτω (verb) Galen In De off. med.
- βλάπτω (verb) Galen In De off. med.
- βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
- βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
- βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
- βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
- βλάπτω (verb) Hippocr. Alim.
- βλάπτω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- βλάπτω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- βλάπτω (act. part.) Ps.-Plut. Placita τὸ βλάπτον
- κακόω
- κακόω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- καταβλάπτω
- καταβλάπτω (verb) Arist. Rhet.
- λυμαίνομαι
- λυμαίνομαι (verb) Diosc. Mat. med.
- λυμαίνομαι (verb) Galen An. virt. tufsidu wa-taḍurruhā
- νοσηλός
- νοσηλός (adj.) Hippocr. Alim.
- ποτίζω
- ποτίζω (verb) Arist. Phys. ἐπότισεν [οὐκ ὀρθῶς] = yaḍurru bi-isqāʾihi