Lookup cumulative lexical entry: مال

  1. ἀποκρίνω
    • ἀποκρίνω (gerund) Arist. Gener. anim. τὴν τροφὴν εἰς τὴν σπερματικήν ἀποκρίνεσθαι περίττωσιν = al-ġiḏāʾu yamīlu wa yaṣīru fī faḍlati l-zarʿa
  2. ἀργύριον
  3. γίγνομαι
    • γίγνομαι (verb) Arist. Gener. anim. ἂν ἐπὶ θάτερα γένηται ἡ ἀπόκρισις = iḏā mālat hāḏihi al-faḍlatu ilā nāḥiyatin wāḥidatin
  4. διαστρέφω
    • διαστρέφω (verb) Galen An. virt. διαστρέφομαι
    • διαστρέφω (gerund) Galen An. virt. διαστρέφεσθαι
      καὶ παύσεται πάντας μὲν ἡμᾶς ἡγούμενος εὖ πεφυκέναι, διαστρέφεσθαι δ᾿ ὑπὸ τῶν γονέων Galen An. virt. 76.21 = fa-yaḏhabu ʿanhu bi-ḏālika l-ẓannu bi-annā kullanā mumkinun fīnā qabūlu l-faḍāʾili wa-anna ārāʾanā innamā tamīlu ilā l-šarri mina l-ābāʾi 41.17
  5. ἐγκλίνω
  6. εἴκω
  7. ἐκκλίνω
  8. ἐκκρίνω
  9. εκτρεπω
  10. ἐπαμφοτερίζω
  11. ἔπειμι
  12. ἑτερόρροπος
  13. καταναλίσκω
  14. κεφάλαιον
  15. κλίνω
  16. κομιδή
    • κομιδή (noun) Arist. Phys. aḫḏu l-māli
      ἔστι δὲ τὸ τέλος, ἡ κομιδή, οὐ τῶν ἐν αὐτῷ αἰτίων Arist. Phys. II 5, 197a1 = wa-l-ġāyatu llatī ḥaṣalat wa-hiya aḫḏu l-māli laysat mina l-asbābi llatī hiya fī nafsi l-šayʾi 121.8
  17. κομίζω
    • κομίζω (gerund) Arist. Phys. τοῦ κομίσασθαι ἕνεκα = kāna ... sababa aḫḏi mālihī
      ἦλθε δ᾿ οὐ τούτου ἕνεκα, ἀλλὰ συνέβη αὐτῷ ἐλθεῖν καὶ ποιῆσαι τοῦτο τοῦ κομίσασθαι ἕνεκα Arist. Phys. II 5, 196b35 = ayra annahū laysa min aǧli ḏālika ṣāra ilā ḏālika l-mawḍiʿi bal kāna maṣīruhū ilā ḏālika l-mawḍiʿi wa-fiʿluhū mā faʿala sababa aḫḏi mālihī ʿāriḍan ʿaraḍa lahū 120.12
  18. κτῆμα
  19. κτῆσις
  20. μεταπίπτω
  21. μετατίθημι
  22. νεύω
  23. νόμισμα
  24. ὁρμάω
  25. οὐσία
  26. παρακλίνω
  27. παραφέρω
  28. περιουσία
  29. πλουτέω
  30. πλοῦτος
  31. πολυχρήματος
  32. προανάλωμα
  33. προκύπτω
  34. πρόσκτησις
  35. ῥέπω
  36. ῥοπή
  37. τρέπω
  38. φιλοχρηματία
  39. χρῆμα
  40. χρηματισμός
  41. ψῆφος
The database query could not be executed.