Lookup cumulative lexical entry: منفعة

  1. ἀγαθός
  2. ἀναβολή
  3. ἀπουσιάζω
  4. ἀποφορτίζομαι
  5. ἄρχω
  6. ἄχρηστος
  7. βοηθέω
  8. εὐεργεσία
  9. εὐχρηστία
  10. ἥδομαι
  11. κερδαίνω
  12. κερδαλέος
  13. κέρδος
  14. κερδοφόρος
  15. λυσιτελέω
  16. λυσιτελής
  17. ὀνίνημι
  18. παρολκή
  19. ῥοπή
  20. συμβάλλω
  21. συμφέρω
  22. συντελέω
    • συντελέω (verb) Galen An. virt. μεγάλα συντελεῖ = kānat manfaʿatuhū ʿaẓīmatan
      εἰ συμμέτρως ποθείη (sc. ὁ οἶνος), ... πέψει ... μεγάλα συντελεῖ Galen An. virt. 41.2 = anna l-šarāba iḏā šuriba bi-ʿtidālin kānat manfaʿatuhū ʿaẓīmatan fī l-haḍmi 16.7
  23. ὑπερβολή
  24. φορά
  25. χρεία
  26. χρήσιμος
  27. χρῆσις
  28. χρηστικός
  29. ὠφέλεια
  30. ὠφελέω
  31. ὠφελίη
  32. ὠφέλιμον
  33. ὠφέλιμος
The database query could not be executed.