Lookup cumulative lexical entry: علاج
- ἆκος
- ἀλεξητήριος
- ἀνίατος
- ἀνίατος (adj.) Galen An. virt. ġayru qābilin li-l-ʿilāǧi
ἀποκτείνομεν τοὺς ἀνιάτως πονηροὺς ... ἵνα μήθ᾿ ἡμᾶς ἀδικήσωσι ζῶντες Galen An. virt. 74.14 = naqtulu llaḏīna ḥāluhum fī l-šarri ġayru qābilatin li-l-ʿilāǧi ... li-kay-mā lā yuʾḏūnā in baqū aḥyāʾan 39.20 - ἀνίατος (adj.) Galen An. virt. ġayru qābilin li-l-ʿilāǧi
αὐτοῖς ἐκείνοις (sc. τοῖς πονηροῖς) ἄμεινόν ἐστι τεθνάναι διεφθαρμένοις οὕτω τὴν ψυχὴν ὡς ἀνίατον ἔχειν τὴν κακίαν Galen An. virt. 74.19 = iḏ kānū mina l-fasādi fī ḥālin šarruhum fīhā [ġayru] qābilin li-l-ʿilāǧi fa-inna l-mawta aṣlaḥu lahum 39.23
- ἀνίατρος
- βοήθημα
- ἐργάζομαι
- θεραπεία
- θεράπευμα
- θεράπευμα (noun) Arist. Eth. Nic. τὰ θεραπεύματα = al-ʿilāǧātu
καίτοι πειρῶνταί γε λέγειν οὐ μόνον τὰ θεραπεύματα Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b3 = wa-in kānū yarūmūna an yaqūlū laysati l-ʿilāǧātu fagaṭ 581.5
- θεραπευτικός
- ἴαμα
- ἴασις
- ἰάτρευσις
- ἰάτρευσις (noun) Arist. Phys. ʿilāǧu l-ṭibbi
οὐ γὰρ ὥσπερ ἡ ἰάτρευσις λέγεται οὐκ εἰς ἰατρικὴν ὁδὸς ἀλλ᾿ εἰς ὑγίειαν Arist. Phys. II 1, 193b14 = fa-innahū laysa yaǧrī l-amru fī ḏālika maǧrāhu fī qawlinā inna l-ṭarīqa llaḏī yuslaku fī ʿilāǧi l-ṭibbi laysa yuʾaddī ilā l-ṭibbi bal ilā l-ṣiḥḥati
- ἰατρεύω
- κόνισις
- πρός
- ὑγιάζω
- χειρουργία
The database query could not be executed.