Lookup cumulative lexical entry: حيوان

  1. αλογος
  2. αναιμος
  3. ἀνάκειμαι
  4. αχρηστος
  5. βίος
  6. γένος
  7. γίγνομαι
  8. δασύπους
  9. δίχηλος
  10. εναιμος
  11. εντομος
  12. ἔνυδρος
  13. ἔχω
  14. ζῷον
  15. ζωοτοκέω
  16. ζωότοκος
  17. ζωφυτος
  18. ζώω
  19. θήρ
  20. θηρίον
  21. κῆτος
  22. κητώδης
  23. κινώπετον
  24. κτῆνος
  25. μαλακόστρακος
  26. μῦς
  27. νηρείτης
  28. οἰωνός
  29. οστρακοδερμα
  30. ὀστρακόδερμος
  31. ὀστρακώδης
  32. ὄχημα
  33. πεζός
  34. πινοφύλαξ
  35. πλεκτάνη
  36. πλωτός
  37. πολύπους
  38. πολυσχιδής
  39. πορευτικός
  40. πτηνος
  41. σκνίψ
  42. στρομβοειδής
    • στρομβοειδής (adj.) Arist. Gener. anim. φανερὸν δὲ καὶ τοῦτ᾿ ἐπὶ τῶν στρομβωδῶν = wa-ḏālika bayyana fī-l-ḥayawāni l-baḥrī allaḏī yušbihu l-ṣinfa allaḏī yusammā bi-l-yūnāniyyati istrunbūsu
  43. σχιζόπους
  44. τέττιξ
  45. φολιδωτός
The database query could not be executed.