Lookup cumulative lexical entry: سكن

  1. α-privativum
  2. ἀμβλύνω
  3. ἀναπαύω
  4. ἄντοικος
  5. ἀνώδυνος
    • ἀνώδυνος (adj.) Diosc. Mat. med. ἐστιν ἀνώδυνα = sakkana l-waǧaʿa
      ἐσθιόμενα δέ ἐστιν ἀνώδυνα Diosc. Mat. med. I, 113.2 = wa-iḏā ukila sakkana l-waǧaʿa Dubler/Terés II, 117.3
  6. ἄπαυστος
  7. ἀργέω
  8. ἀτρέμα
  9. ἀτρεμέω
  10. διαναπαύω
  11. ἐκλείπω
  12. ἐλινύω
  13. ἐνδιαιτάομαι
  14. ἐνοικέω
  15. ἐπέχω
    • ἐπέχω (gerund) Diosc. Mat. med. δύναται... ἐπέχειν = yaqṭaʿu... wa-yusakkinuhū
      δύναται... αἱμορραγίαν τε πᾶσαν καὶ τὴν ἐκ μηνίγγων ἐπέχειν Diosc. Mat. med. I, 62.8-11 = wa-yaqṭaʿu nazfa l-dami min ayy mawḍiʿin kāna wa-l-nazfa llaḏī min ḥuǧubi l-dimāġi wa yusakkinu al-Ḥāwī 21, 314.2-3
  16. ἠρεμέω
  17. ἵστημι
  18. καθίστημι
  19. καταβιόω
  20. καταπραΰνω
  21. κατοικέω
  22. λήγω
  23. λύω
  24. μένω
  25. οἰκέω
  26. παρηγορέω
  27. παρηγορικός
  28. παύω
  29. περιοικέω
  30. πρᾶος
  31. πραότης
  32. πραυντικός
  33. πραύνω
    • πραύνω (gerund) Diosc. Mat. med. δύναται πραύνειν
      δύναται δὲ καὶ πᾶσαν φλεγμονὴν πραύνειν σύν ἄρτῳ καὶ ἀλφίτῳ καταπλασθέντα Diosc. Mat. med. I, 78.9-10 = wa-iḏā taḍmudu bihī maʿa ḫubzin aw sawīqin sakkana ḍarabāna l-awrāmi l-ḥārrati Dubler/Terés II, 82.6
    • πραύνω (verb) Diosc. Mat. med.
  34. σβεστικός
  35. σωφρονίζω
  36. ὠφελέω
The database query could not be executed.