Lookup cumulative lexical entry: عمل

  1. ἀγωνίζομαι
  2. ἀναγράφω
  3. ἀνδριαντοποιική
    • ἀνδριαντοποιική (noun) Arist. Phys. ṣināʿatu ʿamali l-tamāṯīli
      οἷον τοῦ ἀνδριάντος (sc. αἴτιον) καὶ ἡ ἀνδριαντοποιικὴ καὶ ὁ χαλκός Arist. Phys. II 3, 195a6 = wa-miṯālu ḏālika anna sababa timṯāli l-insāni ṣināʿatu ʿamali l-tamāṯīli wa-sababuhū l-nuḥāsu 103.5
  4. ἀνύω
  5. ἀξίωμα
  6. ἀπεργάζομαι
  7. ἀπόβασις
  8. ἀπόρρητος
  9. ἀποτελέω
  10. ἄπρακτος
  11. ἀπραξία
  12. ἀρχιτεκτονικός
    • ἀρχιτεκτονικός (adj.) Arist. Phys. mansūbatun ʿalā waǧhin mā ilā handasati l-aʿmāli
      διὸ καὶ ἡ χρωμένη (sc. τέχνη) ἀρχιτεκτονική πως Arist. Phys. II 2, 194b3 = wa-li-ḏālika kānati l-ṣināʿatu l-mustaʿmilatu hiya ayḍān mansūbatan ʿalā waǧhin mā ilā handasati l-aʿmāli
  13. βίος
  14. γίγνομαι
  15. γίνομαι
  16. γυναικεῖος
  17. δημιουργέω
  18. δημιουργία
  19. δημιουργός
  20. διαλαμβάνω
  21. διαλείπω
  22. διαρθρόω
  23. δικαιοπραγέω
    • δικαιοπραγέω (gerund) Arist. Eth. Nic. δικαιοπραγεῖν = al-ʿamalu bi-l-ʿadli
      προσποιοῦνται δὲ καὶ οἱ μὴ δίκαιοι βούλεσθαι δικαιοπραγεῖν Arist. Eth. Nic. X 8, 1178a31 = allaḏīna laysū bi-ʿudūlin yurāʾūna annahum yurīdūna l-ʿamala bi-l-ʿadli 565.2
  24. δραματοποιέω
    • δραματοποιέω (verb) Arist. Poet. ʿamila ... l-našīda l-musammā bi-l-yūnāniyyati "drāmāṭā"
      (sc. Ὅμηρος) οὕτως καὶ τὸ τῆς κωμῳδίας σχῆμα πρῶτος ὑπέδειξεν, οὐ ψόγον ἀλλὰ τὸ γελοῖον δραματοποιήσας Arist. Poet. 4, 1448b37 = wa-hākaḏā huwa awwalu man aẓhara šakla ṣināʿati hiǧāʾin laysa fīhi l-hiǧāʾu faqaṭ lākinna fī bābi l-istihzāʾi wa-l-muṭānazati fa-innahū ʿamila fīhā l-našīda l-musammā bi-l-yūnāniyyati "drāmāṭā" 226.16
  25. δράω
  26. δύναμαι
  27. ἐγχείρησις
  28. ἐκλέγω
  29. ἐκτάσσω
  30. ἐκφέρω
    • ἐκφέρω (verb) Arist. Poet.
      καὶ γὰρ ἂν ἰατρικὸν ἢ φυσικόν τι διὰ τῶν μέτρων ἐκφέρωσιν Arist. Poet. 1, 1447b16 = wa-ḏālika in ʿamilū šayʾan min umūri l-ṭibbi aw umūri l-ṭabīʿati bi-l-awzāni 222.2
  31. ἐνέργεια
  32. ἐνεργέω
  33. ἐνεργός
  34. ἐπιτάσσω
    • ἐπιτάσσω (verb) Arist. Phys. ἐπιτάττω c. inf. = yaʾmuru bi-ʿamalihī ʿalayhā
      ὁ μὲν γὰρ κυβερνήτης ποῖόν τι τὸ εἶδος τοῦ πηδαλίου γνωρίζει καὶ ἐπιτάττει Arist. Phys. II 2, 194b6 = fa-inna l-rubbāna yaʿrifu ṣūrata l-sukkāni kayfa yanbaġī an yakūna wa-yaʾmuru bi-ʿamalihī ʿalayhā 97.5
  35. ἐπιτήδευμα
    • ἐπιτήδευμα (noun) Arist. Eth. Nic. ἐπιτηδεύματα = taṣarrufu l-aʿmāli
      ἐν μόνῃ δὲ τῇ Λακεδαιμονίων πόλει [ἢ] μετ' ὀλίγων ὁ νομοθέτης ἐπιμέλειαν δοκεῖ πεποιῆσθαι τροφῆς τε καὶ ἐπιτηδευμάτων Arist. Eth. Nic. X 9, 1180a26 = wa-yuẓannu bi-wāḍiʿi l-nawāmīsi annahū amara bi-htimāmi l-ġiḏāʾi wa-taṣarrufi l-aʿmāli maʿa l-ašyāʾi l-qalīlati fī madīnati Lāqādāmūniyā faqaṭ 575.5
    • ἐπιτήδευμα (noun) Arist. Eth. Nic. τὰ ἄλλα ἐπιτηδεύματα = sāʾiri l-aʿmāli
      διαφέρειν ... ἐπὶ μουσικῆς ... καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b3 = lā ḫtilāfa fī l-mūsīqī … wa-sāʾiri l-aʿmāli 575.12
    • ἐπιτήδευμα (noun) Galen An. virt. ἐπιτηδεύματα = al-aʿmālu
    • ἐπιτήδευμα (noun) Galen An. virt. ἐπιτηδεύματα = al-aʿmālu
    • ἐπιτήδευμα (noun) Galen An. virt. ἐπιτηδεύματα = al-aʿmālu
    • ἐπιτήδευμα (noun) Galen An. virt. δι' ἐπιτηδευμάτων = bi-mā yuzāwilu mina l-aʿmāli
  36. ἐργάζομαι
  37. ἐργασία
  38. ἐργαστικός
  39. ἔργον
  40. εὐεργός
    • εὐεργός (adj.) Arist. Phys. αἱ δὲ (sc. ποιοῦσιν) εὐεργόν = wa-baʿḍuhā ʿalā ǧihati l-tahyiʾati lahā li-taṣluḥa fī l-ʿamali
  41. εὐπραξία
  42. εὐπροαίρετος
  43. ζώω
  44. ἴσος
  45. κάρος
  46. κατασκευάζω
    • κατασκευάζω (act. part.) Erat. Cub. dupl. fī ʿamalin
      τῶν ἀρχαίων τινὰ τραγῳδοποιῶν φασιν εἰσαγαγεῖν τὸν Μίνω τῷ Γλαύκῳ κατασκευάζοντα τάφον Erat. Cub. dupl. 88.6 = inna raǧulan min šuʿarāʾa ḏukira annahū daḫala ʿalā Mīnūs wa-huwa fī ʿamali qabri li-Aġlūqusa l-maliki 151.5
  47. κατασκευή
  48. κωμῳδία
  49. λαμβάνω
  50. λῆψις
    • λῆψις (noun) Erat. Cub. dupl.
      ἐπινενόηται δέ τις ὑφ' ἡμῶν ὀργανικὴ λῆψις ῥᾳδία, δι' ἧς εὑρήσομεν δύο τῶν δοθεισῶν (sc. γραμμῶν) Erat. Cub. dupl. 90.12 = wa-qad tafakkarnā naḥnu fī ʿamalin sahlin yuʿmalu bi-l-ālati naǧidu bihā bayna ḫaṭṭayni maʿlūmayni 153.10
  51. μάταιος
  52. μουσουργός
  53. ναυπηγικός
  54. ὁρμάω
  55. οὗτος
  56. παραβάλλω
  57. παρασκευή
  58. πάρεργος
    • πάρεργος (adj.) Galen An. virt. τὸ πάρεργον = al-šayʾu l-ḫāriǧu ʿan al-ʿamali
      ἵνα μὴ τὸ πάρεργον ἡμῖν γένηται [αὖ] πολὺ μεῖζον ἔργου οὗ προὐθέμεθα Galen An. virt. 48.26 = li-kay-mā lā yakūna l-šayʾu l-ḫāriǧu ʿan al-ʿamali akṯaru wa-aʿẓamu mina l-ʿamali llaḏī aradnā 22.7
  59. περιπατέω
  60. πλάσις
  61. πλάσσω
  62. ποιέω
    • ποιέω (verb) Arist. Gener. anim.
    • ποιέω (pass. part.) Arist. Phys. τὰ ποιούμενα = allatī tuʿmalu
    • ποιέω (verb) Arist. Phys. ποιοῦμεν = natawallā ʿamala
    • ποιέω (verb) Arist. Poet.
      μόνος γὰρ (sc. ὁ Ὅμηρος) οὐχ ὅτι εὖ ἀλλὰ καὶ μιμήσεις δραματικὰς ἐποίησεν Arist. Poet. 4, 1448b35 = wa-ḏālika annahū huwa (sc. Ūmīrūsu) waḥdahū faqaṭ laysa innamā ʿamila ašyāʾa aḥsana ... lākin qad ʿamila l-tašbīhāti wa-l-ḥikāyāti l-maʿrūfata bi-daramāṭīqiyātā 226.14
    • ποιέω (verb) Arist. Poet. ποιοῦμαι
    • ποιέω (act. part.) Arist. Poet. ποιήσας
      Ἡγήμων δὲ ὁ Θάσιος [ὁ] τὰς τραγῳδίας ποιήσας πρῶτος Arist. Poet. 2, 1448a13 = wa-ammā Īǧīmunu l-mansūbu ilā Ṯāsiyā wa-huwa llaḏī kāna awwalan yaʿmalu l-madīḥa 222.20
    • ποιέω (verb) Arist. Poet. ποιοῖτο = kāna yaʿmalu
      ὁμοίως δὲ κἂν εἴ τις ἅπαντα τὰ μέτρα μιγνύων ποιοῖτο τὴν μίμησιν καθάπερ Χαιρήμων ἐποίησε Arist. Poet. 1, 1447b21 = wa-ka-ḏālika in kāna l-insānu yaʿmalu l-ḥikāyata wa-l-tašbīha ʿinda mā yaḫliṭu ǧamīʿa l-awzāni ka-mā kāna yaʿmalu Ḫāramīn 222.5
    • ποιέω (verb) Arist. Poet. ἐποίησε = kāna yaʿmilu
      ὁμοίως δὲ κἂν εἴ τις ἅπαντα τὰ μέτρα μιγνύων ποιοῖτο τὴν μίμησιν καθάπερ Χαιρήμων ἐποίησε Arist. Poet. 1, 1447b21 = wa-ka-ḏālika in kāna l-insānu yaʿmalu l-ḥikāyata wa-l-tašbīha ʿinda mā yaḫliṭu ǧamīʿa l-awzāni ka-mā kāna yaʿmalu Ḫāramīn 222.5
    • ποιέω (verb) Arist. Poet.
      οὐχ ᾗ μίμημα ποιήσει τὴν ἡδονὴν ἀλλὰ διὰ τὴν ἀπεργασίαν Arist. Poet. 4, 1448b18 = laysa yaʿmalu l-laḏḏata min tašabbuhin lākinna min aǧli l-fiʿli wa-l-tafaʿʿuli 226.1
    • ποιέω (verb) Artem. Onirocr.
    • ποιέω (verb) Artem. Onirocr.
    • ποιέω (act. part.) Erat. Cub. dupl.
      ἐπανοίσομεν ἐπ' ἐκείνας καὶ ἐσόμεθα πεποιηκότες τὸ ἐπιταχθέν Erat. Cub. dupl. 96.5 = ṯumma nanquluhumā ilayhā fa-nakūnu qad ʿamilnā l-šayʾa l-maṭlūba 159.3
    • ποιέω (verb) Nicom. Arithm.
    • ποιέω (gerund) Nicom. Arithm. μὴ ποιεῖν = an lā yafʿala...an naʿmala
  63. ποίησις
  64. ποιητής
    • ποιητής (noun) Arist. Poet. allaḏī yaʿmalu l-šiʿra
      οὐχ ὡς κατὰ τὴν μίμησιν ποιητὰς ἀλλὰ κοινῇ κατὰ τὸ μέτρον προσαγορεύοντες Arist. Poet. 1, 1447b15 = wa-laysa ka-llatī yaʿmalūna l-šiʿra llatī hiya bi-l-ḥikāyati wa-l-tašbīhi lākinna llatī yulaqqibūnahā l-muštarikata fī awzānihā 222.1
  65. ποιητικος
  66. πονητικός
  67. πόνος
  68. πρᾶγμα
  69. πραγματεύομαι
  70. πρακτικός
    • πρακτικός (adj.) Arist. Eth. Nic. αἱ πρακτικαὶ ἀρεταί = al-faḍāʾilu llatī tunsabu ilā l-ʿamali
    • πρακτικός (adj.) Arist. Eth. Nic. ἐν τοῖς πρακτικοῖς = fī l-aʿmāli
      τὸ δ’ ἀληθὲς ἐν τοῖς πρακτικοῖς ἐκ τῶν ἔργων καὶ τοῦ βίου κρίνεται Arist. Eth. Nic. X 8, 1179a19 = wa-ammā l-ḥaqqu fī l-aʿmāli innamā yabīnu mina l-afʿāli wa-l-ʿumri 569.6
  71. πρακτός
  72. πρᾶξις
  73. πράσσω
    • πράσσω (gerund) Arist. Eth. Nic. τὸ πράττειν = al-aʿmālu
      τὰ ... καλὰ καὶ σπουδαῖα πράττειν Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b8 = al-aʿmālu l-ǧiyādu l-fāḍilatu 555.1
    • πράσσω (gerund) Arist. Eth. Nic. τὸ πράττειν
      ἀλλὰ μᾶλλον τὸ πράττειν αὐτά Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b2 = bal innamā fīhā l-ʿamalu fīhā 571.2
    • πράσσω (verb) Ps.-Plut. Placita yuʿmalu bihi
  74. πράττω
  75. πρόκειμαι
  76. προνοέω
  77. προσδοκία
  78. σημαίνω
  79. σκευάζω
  80. συλλογίζω
  81. συμπράττω
  82. συνεργός
  83. συνίστημι
  84. σφαιροποιέω
  85. σφειροποιέω
  86. σχηματίζω
  87. σχολή
  88. ταλαιπωρέω
  89. ταλαίπωρος
  90. τεκταίνομαι
  91. τεύχω
  92. τέχνη
  93. τοιοῦτος
  94. φιλογέωργος
  95. φιλογυμναστής
  96. φιλοπονία
  97. χαλινοποιική
  98. χειρισμός
  99. χειροτέχνης
  100. χρεία
The database query could not be executed.