Lookup cumulative lexical entry: لحم

  1. ἁπαλόσαρκος
  2. ἄσαρκος
  3. ἐδώδιμος
  4. εὐεκτικός
  5. εὔσαρκος
  6. ἡδυκρέως
  7. θρεπτικός
    • θρεπτικός (adj.) Diosc. Mat. med. ἔστι... θρεπτικόν = yabnī l-laḥma fī
      ἔστι δὲ καὶ ἑλκῶν θρεπτικὸν κοίλων Diosc. Mat. med. I, 43.14 = wa-yabnī l-laḥma fī l-qurūḥi l-ʿamīqati Dubler/Terés II, 44.23
  8. ἰσχνός
  9. κολλάω
  10. κρέας
  11. κρεηφαγέω
  12. κρεοφαγία
  13. κρεώδης
    • κρεώδης (adj.) Galen An. virt.
      ἐὰν δ᾿ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι (sc. οἱ κανθοὶ) πρὸς τῷ μυκτῆρι, πονηρίας (sc. σημεῖον) Galen An. virt. 56.3 = wa-in kānā (sc. al-maʾqāni) llaḏāni yaliyāni l-anfa laḥiman ka-llaḏī li-l-iqṭānis fa-innahumā yadullāni ʿalā l-šarārati 27.14
  14. μαλακόσαρκος
  15. πολύσαρκος
  16. προσστέλλω
  17. πυκνόσαρκος
  18. σαρκίδιον
  19. σαρκίον
  20. σαρκόω
  21. σαρκώδης
  22. σάρκωσις
  23. σάρξ
  24. σκληροσαρκος
The database query could not be executed.