Lookup cumulative lexical entry: لون

  1. αἰγωπός
  2. ἀνομοιόχρους
  3. ἀχλυώδης
  4. ἄχρους
  5. αχρωματιστος
  6. ἄχρως
  7. δίχροια
  8. δίχροος
  9. ἐρυθρός
  10. ἑτερόγλαυκος
  11. εὔχροια
  12. εὔχροιος
  13. εὔχροος
  14. εὔχρους
  15. κοῦφος
  16. κυανίζω
  17. κυανοειδής
  18. λευκόχροια
  19. λευκόχροος
  20. μελανόμματος
  21. μέλας
  22. μέμφομαι
  23. μονόχροος
  24. ξανθός
  25. ὁλόχροος
  26. ὁμ(οι)όχρους
  27. ὁμόχρους
  28. ὁμόχρως
  29. παρήλιος
  30. πελιδνόομαι
    • πελιδνόομαι (verb) Galen An. virt. kamida lawnuhū
      καταψύχεται δὲ καὶ πελιδνοῦται (sc. τὸ ζῷον) ... κατὰ τὰς τοῦ ἀέρος ἐπικρατήσεις Galen An. virt. 45.17 = kāna l-hawāʾu barada burūdatan mufriṭatan wa-kamida lawnuhū (sc. al-ḥayawāni) 19.16
  31. πισσώδης
  32. ποικίλος
  33. πολύχροος
  34. πυρρός
  35. ὕφαιμος
  36. φαιός
  37. χλωρός
  38. χρόα
  39. χροιά
  40. χροιή
  41. χρυσαλλίς
  42. χρώζω
  43. χρῶμα
  44. χρωματίζω
  45. χρώννυμι
  46. χρώς
The database query could not be executed.