Lookup cumulative lexical entry: متشابه

  1. ἀνομοιομερής
  2. ἀνόμοιος
  3. ἀνομοιότης
    • ἀνομοιότης (noun) Arist. Poet. ġayru mutašābihatin
      καὶ γὰρ ἐν ὀρχήσει καὶ αὐλήσει καὶ κιθαρίσει ἔστι γενέσθαι ταύτας τὰς ἀνομοιότητας Arist. Poet. 2, 1448a10 = wa-ḏālika annahū fī l-raqṣi wa-l-zamri wa-ṣināʿati l-ʿīdāni qad yūǧadu li-hāḏihi an takūna ġayra mutašābihatin 222.18
  4. ἀνομοιόχρους
  5. αὐτός
  6. οἱονεί
  7. ὁμ(οι)όχρους
  8. ὀμοειδής
  9. ὁμοιομέρεια
  10. ὁμοιομερής
  11. ὅμοιος
  12. ὁμοιοσχήμων
  13. ὁμοιότροπος
  14. ὁμωνυμέω
  15. παραπλήσιος
  16. ὡσαύτως
The database query could not be executed.