Lookup cumulative lexical entry: قوّة

  1. ἀγαθός
  2. ἀδυναμία
  3. ἀδύναμος
    • ἀδύναμος (adj.) Proclus El. theol. lā quwwata lahū
      ἄποιον δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ᾿ αὑτό Proclus El. theol. 80: 76.6 = wa-ḏālika anna kulla ǧirmin lā kayfiyyata lahū wa-lā quwwata bi-annahū ǧirmun 80.13
  4. ἀδύνατος
  5. ἀκρατής
  6. ἀλκή
  7. ἀρχή
  8. ἀσθένεια
  9. ἀτονία
  10. ἄτονος
  11. βάρος
  12. βολή
    • βολή (noun) Erat. Cub. dupl. al-quwwatu fī l-ramī
      εἰ μέλλει καὶ ἡ βολὴ ἀνάλογον ἐπαυξηθῆναι Erat. Cub. dupl. 90.26 = allatī tazīdu fī l-quwwati fī l-ramī ʿalā hāḏā l-miqdāri 155.1
  13. γυιόω
  14. δαίμων
  15. διανοητικός
  16. δύναμαι
  17. δύναμις
  18. δυνατός
  19. ἕξις
  20. ἐπιθυμητικός
  21. ἐπικράτεια
  22. ἐπίτασις
  23. εὐεξία
  24. εὐπραξία
  25. εὐτολμία
  26. εὐτονία
  27. ζῶ
    • ζῶ (gerund) Arist. Gener. anim. ἐν τοῖς κυρίοις τοῦ ζῆν = fī-l-aʿḍāʾi l-musawwidati allatī fī-hā quwwatu l-ḥayāti
  28. ζῳοποιητικός
  29. ζωτικός
  30. θρεπτικός
  31. θυμικός
  32. θυμοειδής
  33. ἰσοδυναμέω
  34. ἰσχυρός
    • ἰσχυρός (adj.) Arist. Eth. Nic. τὸ ἰσχυρόν
      ἡ μὲν οὖν πατρικὴ πρόσταξις οὐκ ἔχει τὸ ἰσχυρόν οὐδὲ [δὴ] τὸ ἀναγκαῖον Arist. Eth. Nic. X 9, 1180a19 = wa-laysa fī amri l-ābāʾi l-quwwatu wa-lā l-ḍarūratu 575.1
    • ἰσχυρός (adj.) Artem. Onirocr.
    • ἰσχυρός (adj.) Galen An. virt. ḏū quwwatin
      ἐνταῦθα <δὲ> σκληρούς τε καὶ ἰσχυροὺς καὶ διηρθρωμένους ... εὑρήσεις (sc. τοὺς ἀνθρώπους) Galen An. virt. 62.11 = fa-innahū yaǧibu an yakūna l-nāsu hunāka ḏawī ṣalābatin wa-quwwatin ḏāti baqāʾin aqwiyāʾa l-mafāṣili 31.10
    • ἰσχυρός (adv.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἰσχυρῶς = bi-quwwatin
    • ἰσχυρός (adj.) Ps.-Plut. Placita ἰσχυρότατον = min al-ašyāʾi llatī fī ġāyati l-quwwati
    • ἰσχυρός (adj.) Ps.-Plut. Placita ἰσχυρότατος = min al-ašyāʾi llatī fī ġāyati l-quwwati
  35. ἰσχύς
  36. ἰσχύω
  37. καταγυιόω
  38. λογικός
  39. λογισμός
  40. λογιστικός
  41. μένος
  42. νιτρώδης
  43. νοερός
  44. νοσέω
  45. ὁρατικός
  46. ὁρμή
    • ὁρμή (noun) Arist. An. post. κατὰ φύσιν καὶ τὴν ὁρμήν = al-ṭabīʿatu wa-l-quwwatu qasran aw ḫāriǧan al-quwwati
  47. πάθημα
  48. πλῆθος
  49. πόρος
  50. ρώμη
  51. σπερματικός
  52. στυπτηριώδη
  53. ταλαίπωρος
  54. τροφή
  55. ὑγιείη
  56. ὑπεροχή
  57. φύω
  58. ψυχή
    • ψυχή (noun) Arist. Gener. anim. πάντα ψυχὴς εἷναι πλήρη = ǧamīʿu hāḏihi l-ašyāʾi mamlūʾatan min al-quwwati l-nafsiyyati
The database query could not be executed.