Lookup cumulative lexical entry: لا

  1. α-privativum
  2. ἀβλαβής
  3. ἀγνώς
  4. ἀγώνιος
  5. ἀδιαίρετος
  6. ἀδιάφορος
  7. ἀδυναμία
  8. ἀδύνατος
  9. ἀεί
  10. ἀείφυλλος
  11. ἄθετος
  12. ἀκαταμαθητός
  13. ἀκίνητος
  14. ἄκρατος
  15. ἄκων
  16. ἁλίσκομαι
  17. ἀλλότριος
  18. ἄλογος
  19. ἄμεμπτος
  20. ἀμερής
  21. ἀνάγκη
  22. ἄναιμος
  23. ἀναίσθητος
    • ἀναίσθητος (adj.) Galen An. virt. lā yuḥissu
      εἰ γὰρ μή τις αὐτοῖς ὑπάρχειν τοῦτο φαίη, δόξει ... ἀναίσθητος εἶναι Galen An. virt. 47.17 = wa-in ankara ḏālika aḥadun mina l-nāsi wa-zaʿama annahū laysa lahā hāḏā fa-innahū yuẓannu bihī annahū lā yuḥissu 21.6
  24. ἀναίσχυντος
  25. ἄνευ
  26. ἄνισος
  27. ἄνοδμος
  28. ἀνόμοιος
  29. ἄντικρυς
    • ἄντικρυς (adv.) Galen An. virt. bi-lā wāsiṭin
      τὰ κατὰ τὸ πρῶτον εἰρημένα ..., ὧν τινὰ μὲν ἄντικρυς εἰς ... ἀνάγεται, τινὰ δὲ διὰ μέσων ... Galen An. virt. 54.19 = fa-inna baʿḍa mā ḏakara (sc. Arisṭū) hunāka murtafiʿun ilā ... bi-lā wāsiṭin wa-baʿḍuhū bi-tawassuṭi ... 26.13
  30. ἀνώνυμος
  31. ἀόρατος
  32. ἀόριστος
  33. ἄπαυστος
  34. ἄπειρος
  35. ἀπέχω
  36. ἀποκλείω
  37. ἀποκρύπτω
  38. ἀποστρέφω
  39. ἄπτερος
  40. ἄρα
    • ἄρα (particle) Proclus El. theol. lā maḥālata
      πάντῃ ἄρα μετέχει (sc. τὸ πλῆθος) τοῦ ἑνός Proclus El. theol. 5: 6.2 = fa-lā maḥālata iḏan anna l-wāḥida mawǧūdun fī-l-kaṯrati ḥaqqan ḥaqqan 5.15
  41. ἀσιτέω
  42. ἄστατος
  43. ἀσύνθετος
  44. ἄσχιστος
  45. ἀταξία
  46. ἄτομος
  47. ἄφθαρτος
  48. ἀφίημι
  49. ἄφωνος
  50. ἄχρηστος
  51. ἄχρως
  52. ἄψυχος
  53. διαφέρω
  54. δυσέκπληκτος
  55. δυσκίνητος
  56. εἴδω
  57. ἐκτός
  58. ἐλεύθερος
  59. ἡβάω
  60. ἡσυχάζω
  61. καθαρός
  62. κενός
  63. κωλύω
  64. μάλα
  65. μάλιστα
  66. μάταιος
  67. μή
  68. μηδαμοῦ
  69. μηδέ
  70. μηδείς
  71. μηδέποτε
    • μηδέποτε (adv.) Galen An. virt. lā ... fī šayʾin mina l-awqāti
      καὶ κατὰ πόλιν μήτε δούλην μήτε δοῦλον γεύεσθαι (sc. οἴνου) μηδέποτε Galen An. virt. 70.2 = wa-fī l-madīnati lā yaḏūquhū (sc. al-šarāba) fī šayʾin mina l-awqāti lā amatun wa-lā ʿabdun 36.18
    • μηδέποτε (adv.) Nicom. Arithm. μηδέποτε ὁμογενῆ τῷ αὐτῷ ὀνόματι = wa-lā...muǧānisan fī tasmiyatihi...wa-lā yaštarikān fī l-tasmiyati
  72. μηδέτερος
    • μηδέτερος (adj.) Arist. Phys. lā li-wāḥidin min
      μήτε τῶν μερῶν ἐστιν μηδετέρου Arist. Phys. VI 4, 234b30 = laysat lā li-wāḥidin min aǧzāʾihī
  73. μηκέτι
  74. μήτε
  75. ξενικός
  76. οὐ
  77. οὐδαμῶς
  78. οὐδέ
  79. οὐδείς
  80. οὐδέποτε
  81. οὐδέπω
  82. οὐδέτερος
  83. οὐκ
  84. οὐκέτι
  85. οὔτε
  86. πάντῃ
  87. πάντως
  88. παρά
  89. παραφρονέω
  90. παραχρῆμα
  91. ῥώννυμι
  92. σωτηρία
  93. ταὐτότης
  94. τραυλός
The database query could not be executed.